- δίφραγκο
- το1. νόμισμα δύο φράγκων2. δίδραχμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Dracma griega moderna — † Ελληνική δραχμή en Idioma griego … Wikipedia Español
δραχμή — Αργυρό νόμισμα που αποτελούσε τη βάση του νομισματικού συστήματος στην αρχαία Ελλάδα. Δ. έκοβαν οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας και οι ελληνικές αποικίες από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. Το βάρος της διέφερε ανάλογα με το σύστημα σταθμών που… … Dictionary of Greek